καταβατός

καταβατός
καταβατός, -ή, -όν (AM) [καταβαίνω]
μσν.
1. κατακόρυφος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταβατόν
είδος καταρράκτη
αρχ.
1. κατηφορικός, απόκρημνος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταβατόν
το κατεβατό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταβατόν — καταβατός descending masc acc sg καταβατός descending neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβαταί — καταβατός descending fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβατή — καταβατός descending fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβατήν — καταβατός descending fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβατῷ — καταβατός descending masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβατῶν — καταβάτης one who dismounts masc gen pl καταβατός descending fem gen pl καταβατός descending masc/neut gen pl καταιβάτης descending in thunder and lightning masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβαστός — καταβαστός, όν (Μ) καταβατός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατα βι βασ τός με συλλαβική ανομοίωση < κατα βι βάζω] …   Dictionary of Greek

  • καταιβατός — καταιβατός, ή, όν (Α) αυτός από τον οποίο μπορεί κάποιος να κατέβει. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. τού καταβατός. Το καται πιθ. κατ επίδραση τού καταιβάτης] …   Dictionary of Greek

  • καταβατάς — καταβατά̱ς , καταβατός descending fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”